- τοξόδαμνος
- -ον, Α1. αυτός που δαμάζει με το τόξο («τοξόδαμνος Ἄρτεμις», Ευρ.)2. φρ. «τοξόδαμνος Ἄρης» — πόλεμος που διεξάγεται από δεινούς τοξότες (Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + -δαμνος (< δάμνημι «δαμάζω»), πρβλ. πρωτό-δαμνος].
Dictionary of Greek. 2013.